- παιδοδοντιατρική
- και παιδοδοντική και παιδοδοντία, ηιατρ. κλάδος τής οδοντιατρικής που ασχολείται με τη θεραπεία τών παθήσεων τών δοντιών τών παιδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pedodontic / pedodontia (< παῖς, παιδός + ὀδούς, -όντος)].
Dictionary of Greek. 2013.